-
1 язык
η γλώσσ/αдревнегреческий - αρχαία ελληνική -, τα αρχαία (ελληνικά)дневне-русский - αρχαία ρωσική -, τα αρχαία ρώσικαразговорный - καθομιλουμένη -, ομιλούμενη -Эзопов - литер. η (αλληγορική) - του ΑισώπουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > язык
-
2 смола
смола ж η πίσσα* η ρητίνη (древесная)· синтетические смолы οι συνθετικές ρητίνες* * *жη πίσσα; η ρητίνη ( древесная)синтети́ческие смо́лы — οι συνθετικές ρητίνες